εμπλουτισμός — Σειρά ενεργειών οι οποίες ασκούνται σε ένα μείγμα για να αυξηθεί το επί τοις % ποσό της χρήσιμης ουσίας, με σκοπό να γίνει δυνατή η εξαγωγή της με τις πιο απλές και οικονομικές μεθόδους. Οι πιο αξιοσημείωτοι ε. είναι οι σχετικοί με τα ορυκτά, που … Dictionary of Greek
εξάντλημα — το (Α ἐξάντλημα) [εξαντλώ] εξάντληση, πλήρης εκκένωση αρχ. 1. η απότομη και με ορμή εκκένωση νερού στο σώμα τού ανθρώπου, η καταιόνηση, το ντους 2. ιατρ. κατάπτωση δυνάμεων, νάρκη … Dictionary of Greek
εξάντληση — η (AM ἐξάντλησις) [εξαντλώ] η άντληση από κάπου, εκκένωση, άδειασμα νεοελλ. 1. πλήρης ανάλωση, κατανάλωση, ξόδεμα («εξάντληση τροφίμων, εφοδίων, υπομονής, ανοχής» κ.λπ.) 2. ελάττωση τής φυσικής αντοχής, εξασθένηση, αδυναμία τού οργανισμού… … Dictionary of Greek
καταιονίζω — και καταιονώ (Α καταιονῶ, άω) 1. βρέχω κάποιον ή κάτι με νερό που πέφτει με ορμή από πάνω σαν βροχή, καταβρέχω 2. ιατρ. εκτελώ καταιόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αἰονῶ «υγραίνω». Ο τ. καταιονίζω από μεταπλασμό τού καταιονῶ κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
καταιονισμός — ο η καταιόνηση … Dictionary of Greek
περίκλυσις — ύσεως, ἡ, Α [περικλύζω] 1. (ιδίως σχετικά με το σώμα) πλύσιμο ολόκληρης τής επιφάνειας, περικλυσμός* 2. καταιόνηση … Dictionary of Greek
περικλύδην — Α επίρρ. με χύσιμο υγρού γύρω από κάτι ή πάνω σε κάτι ή με πλύσιμο με θερμό νερό, με καταιόνηση («λούεσθαι δὲ χλιαρῷ ὕδατι περικλύδην μᾱλλον ἢ χρίεσθαι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περικλύζω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. άρ δην)] … Dictionary of Greek